- ζευκτοῦ
- ζευκτόςyokedmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψευδελκυστήρας — ο, Ν (δομ.) πρόσθετος ελκυστήρας τού ζευκτού στέγης, που συνδέει τους αμείβοντες παράλληλα με τον κύριο ελκυστήρα ή πέλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ελκυστήρας] … Dictionary of Greek
ψαλίδι — το 1. ψαλίδι. 2. μέρος του ζευκτού της στέγης. 3. φρ., «ψαλίδι πάει η γλώσσα της», φλυαρεί ακατάσχετα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)